- εὔλοφος
- εὔλοφοςwell-plumedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύλοφος — η, ο (ΑΜ εὔλοφος, ον) αυτός που έχει ωραίο λοφίο («εὔλοφος κυνῆ», Σοφ.) μσν. αρχ. αυτός που υπομένει καλά τον ζυγό, ο ισχυρός, ο υπομονετικός («εὔλοφος αὐχήν», Δαμάσκ.). επίρρ... εὐλόφως (ΑΜ) 1. υπομονετικά 2. γενναία («ὁ δὲ πρὸς τοὺς ἐπαναστάτας … Dictionary of Greek
εὐλόφως — εὔλοφος well plumed adverbial εὔλοφος well plumed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔλοφον — εὔλοφος well plumed masc/fem acc sg εὔλοφος well plumed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλόφου — εὔλοφος well plumed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλόφῳ — εὔλοφος well plumed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek